σεμνόπρεπος

σεμνόπρεπος
-η, -ο, Ν
βλ. σεμνοπρεπής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σεμνοπρεπής — ές, ΝΜΑ, και σεμνόπρεπος, η, ο, Ν ο σεμνός και σοβαρός στους τρόπους του, στη συμπεριφορά του αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ σεμνοπρεπές η σεμνοπρέπεια. επίρρ... σεμνοπρεπώς / σεμνοπρεπῶς ΝΜΑ με ευπρέπεια, με σοβαρότητα («μέχρι Μάρκου σεμνοπρεπῶς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”